- αστροφώτιστος
- η , ο [ος , ον ] см. αστροφεγγής
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έναστρος — η, ο που έχει αστέρια, ο γεμάτος αστέρια, αστροφώτιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)